υποσημείωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποσημείωση | οι | υποσημειώσεις |
| γενική | της | υποσημείωσης* | των | υποσημειώσεων |
| αιτιατική | την | υποσημείωση | τις | υποσημειώσεις |
| κλητική | υποσημείωση | υποσημειώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποσημειώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποσημείωση < ελληνιστική κοινή ὑποσημείωσις
Ουσιαστικό
υποσημείωση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.