σημειωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημειωτικός η σημειωτική το σημειωτικό
      γενική του σημειωτικού της σημειωτικής του σημειωτικού
    αιτιατική τον σημειωτικό τη σημειωτική το σημειωτικό
     κλητική σημειωτικέ σημειωτική σημειωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημειωτικοί οι σημειωτικές τα σημειωτικά
      γενική των σημειωτικών των σημειωτικών των σημειωτικών
    αιτιατική τους σημειωτικούς τις σημειωτικές τα σημειωτικά
     κλητική σημειωτικοί σημειωτικές σημειωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σημειωτικός < σημειωτική + -ικός

Επίθετο

σημειωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.