υπογραμμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπογραμμίζω < υπό + γραμμή

Ρήμα

υπογραμμίζω

  • σημαδεύω κάποιο κείμενο βάζοντας μια γραμμή από κάτω
    υπογραμμίζω τις ενδιαφέρουσες λέξεις και φράσεις για να τις ξαναβρώ εύκολα αργότερα
  • δίνω έμφαση σε κάτι
    στις ομιλίες του, υπογραμμίζει τη σημασία της πράσινης ανάπτυξης


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.