σηματοδότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηματοδότηση οι σηματοδοτήσεις
      γενική της σηματοδότησης* των σηματοδοτήσεων
    αιτιατική τη σηματοδότηση τις σηματοδοτήσεις
     κλητική σηματοδότηση σηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σηματοδότηση <σηματοδοτώ, σηματοδοτη- + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική signalisation) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ma.toˈðo.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σηματοδότηση

Ουσιαστικό

σηματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σηματοδότηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.