σηματοδοτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σηματοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σηματοδοτώ
  2. θα σηματοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σηματοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σηματοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σηματοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.