σβώλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σβώλος | οι | σβώλοι |
| γενική | του | σβώλου | των | σβώλων |
| αιτιατική | τον | σβώλο | τους | σβώλους |
| κλητική | σβώλε | σβώλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σβώλος < από τη συνεκφορά του οριστικού ή αόριστου άρθρου (ένας-βώλος, τους-βώλους κλπ.) < αρχαία ελληνική βῶλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.