Σβώλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σβώλος | οι | Σβώλοι |
| γενική | του | Σβώλου | των | Σβώλων |
| αιτιατική | τον | Σβώλο | τους | Σβώλους |
| κλητική | Σβώλε | Σβώλοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σβώλος < σβώλος
Κύριο όνομα
Σβώλος αρσενικό (θηλυκό Σβώλου)
- ※ Η επίδραση του Αλέξανδρου Σβώλου στην ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου υπήρξε καθοριστική. Ο Αλέξανδρος Σβώλος επέτυχε την αρμονική σύζευξη επιστημονικού έργου, κοινωνικής προσφοράς και πολιτικής δράσης (από βιογραφικό σημείωμα στον ιστότοπο βιβλιοnet· πρόσβαση: 2020-03-26)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Svolos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.