βώλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βώλος οι βώλοι
      γενική του βώλου των βώλων
    αιτιατική τον βώλο τους βώλους
     κλητική βώλε βώλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βώλος < αρχαία ελληνική βῶλος ή γώλος

Ουσιαστικό

βώλος αρσενικό

  1. γυάλινο (ή κι από άλλο υλικό) σφαιρίδιο
     συνώνυμα: γκαζιά, μπίλια
  2. (συνεκδοχικά) το παιχνίδι που παίζεται με το 1

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.