βῶλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
βῶλος αἱ
οἱ
βῶλοι
      γενική τῆς
τοῦ
βώλου τῶν βώλων
      δοτική τῇ
τῷ
βώλ ταῖς
τοῖς
βώλοις
    αιτιατική τὴν
τὸν
βῶλον τὰς
τοὺς
βώλους
     κλητική ! βῶλε βῶλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βώλω
γεν-δοτ τοῖν  βώλοιν
Αργότερα, αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βῶλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bol- (βολβός)

Ουσιαστικό

βῶλος θηλυκό (σπανιότερα αρσενικό)

  1. σβώλος
  2. γη, χώμα
  3. χωράφι
  4. σφαιρίδιο οποιουδήποτε υλικού
  5. (ελληνιστική σημασία , μύκητας) είδος μανιταριού
     συνώνυμα: βωλίτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.