σίμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σίμωμα τα σιμώματα
      γενική του σιμώματος των σιμωμάτων
    αιτιατική το σίμωμα τα σιμώματα
     κλητική σίμωμα σιμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίμωμα < σιμώ(νω) + -μα < σιμά > σιμός. Διαφορετική σημασία για το ελληνιστικό σίμωμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.mo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σίμωμα

Ουσιαστικό

σίμωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίμωμᾰ τὰ σιμώμᾰτ
      γενική τοῦ σιμώμᾰτος τῶν σιμωμᾰ́των
      δοτική τῷ σιμώμᾰτ τοῖς σιμώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σίμωμᾰ τὰ σιμώμᾰτ
     κλητική ! σίμωμᾰ σιμώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιμώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σιμωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίμωμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σιμόω / σιμῶ + -μα < σιμός

Ουσιαστικό

σίμωμα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.