σίμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σίμωμα | τα | σιμώματα |
| γενική | του | σιμώματος | των | σιμωμάτων |
| αιτιατική | το | σίμωμα | τα | σιμώματα |
| κλητική | σίμωμα | σιμώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.mo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐μω‐μα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σίμωμᾰ | τὰ | σιμώμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σιμώμᾰτος | τῶν | σιμωμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | σιμώμᾰτῐ | τοῖς | σιμώμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | σίμωμᾰ | τὰ | σιμώμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σίμωμᾰ | σιμώμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιμώμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σιμωμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σίμωμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σιμόω / σιμῶ + -μα < σιμός
Πηγές
- σίμωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίμωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.