πλησίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλησίασμα τα πλησιάσματα
      γενική του πλησιάσματος των πλησιασμάτων
    αιτιατική το πλησίασμα τα πλησιάσματα
     κλητική πλησίασμα πλησιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλησίασμα < (πλησιάζω) πλησιασ- + -μα. Διαφορετικό το αρχαίο πλησίασμα

Προφορά

ΔΦΑ : /pliˈsi.a.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλησίασμα

Ουσιαστικό

πλησίασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πλησιασματ-
ονομαστική τὸ πλησίασμᾰ τὰ πλησιάσμᾰτ
      γενική τοῦ πλησιάσμᾰτος τῶν πλησιασμᾰ́των
      δοτική τῷ πλησιάσμᾰτ τοῖς πλησιάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πλησίασμᾰ τὰ πλησιάσμᾰτ
     κλητική ! πλησίασμᾰ πλησιάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλησιάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πλησιασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλησίασμα < πλησιάζω πλησιασ- + -μα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλησίος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.