ανεστραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεστραμμένος | η | ανεστραμμένη | το | ανεστραμμένο |
| γενική | του | ανεστραμμένου | της | ανεστραμμένης | του | ανεστραμμένου |
| αιτιατική | τον | ανεστραμμένο | την | ανεστραμμένη | το | ανεστραμμένο |
| κλητική | ανεστραμμένε | ανεστραμμένη | ανεστραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεστραμμένοι | οι | ανεστραμμένες | τα | ανεστραμμένα |
| γενική | των | ανεστραμμένων | των | ανεστραμμένων | των | ανεστραμμένων |
| αιτιατική | τους | ανεστραμμένους | τις | ανεστραμμένες | τα | ανεστραμμένα |
| κλητική | ανεστραμμένοι | ανεστραμμένες | ανεστραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεστραμμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεστραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἀναστρέφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.stɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐στραμ‐μέ‐νος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αναστρέφω
- αναστροφή
- αναστροφέας
- ανεστραμμένα (επίρρημα)
- αναστρεφόμενος
- αναστραφείς (καθαρεύουσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.