σάτιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάτιρα οι σάτιρες
      γενική της σάτιρας των σατιρών
    αιτιατική τη σάτιρα τις σάτιρες
     κλητική σάτιρα σάτιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάτιρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική satira < λατινική satira < satura, θηλυκό του satur < satis (=αρκετά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) < *seh₂- (=ικανοποιούμαι)

Ουσιαστικό

σάτιρα θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) είδος της λατινικής ποίησης με ποικίλο (satur) αρχικά δραματικό και εν συνεχεία διδακτικό και συνήθως σατιρικό, σκωπτικό ή χλευαστικό περιεχόμενο. Πρωτογράφτηκε από τον Ρωμαίο ποιητή Έννιο και στη συνέχεια από τους Λουκίλιο, Οράτιο, Πέρσιο και Γιουβενάλη. Δεν έχει σχέση με το σατυρικό δράμα.
    Η ποιητική συλλογή Σάτιρες του λατίνου ποιητή Γιουβενάλη γράφτηκε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ.
  2. (λογοτεχνία, θέατρο) λογοτεχνικό/θεατρικό είδος σε έμμετρο ή πεζό λόγο, στο οποίο διακωμωδούνται, παρωδούνται, καυτηριάζονται ή αναδεικνύονται δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες, καταστάσεις, πρόσωπα κ.ά.
      Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με τη χυμώδη σάτιρά του «Ο μπαμπάς ο πόλεμoς» κλείνει μια τριλογία
    Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κλειδιά και κώδικες θεάτρου. Ελληνικό Θέατρο, έκδοση, Εστία, Αθήνα 1984

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.