satis

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

satis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂- (=ικανοποιούμαι). Συγγενές με το (σανσκριτικά) असिन्व​ (a-sinvá=ακόρεστος) και το (αρχαία ελληνική) ἄω (=χορταίνω) και ἄδην/ἅδην

Επίθετο

satis (la) άκλιτο

  1. αρκετός, γεμάτος, άφθονος

Επίρρημα

satis (la) & (συντομογραφία) săt

  1. ικανοποιητικά
  2. αρκετά, επαρκώς, αρκούντως
  3. δεόντως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.