σατιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σατιρίζω < γαλλική satiriser < satire < παλαιά γαλλική satire < λατινική satira < satura < satur < satis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) < *seh₂- (=ικανοποιούμαι)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σάτιρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σατιρίζω | σατίριζα | θα σατιρίζω | να σατιρίζω | σατιρίζοντας | |
| β' ενικ. | σατιρίζεις | σατίριζες | θα σατιρίζεις | να σατιρίζεις | σατίριζε | |
| γ' ενικ. | σατιρίζει | σατίριζε | θα σατιρίζει | να σατιρίζει | ||
| α' πληθ. | σατιρίζουμε | σατιρίζαμε | θα σατιρίζουμε | να σατιρίζουμε | ||
| β' πληθ. | σατιρίζετε | σατιρίζατε | θα σατιρίζετε | να σατιρίζετε | σατιρίζετε | |
| γ' πληθ. | σατιρίζουν(ε) | σατίριζαν σατιρίζαν(ε) |
θα σατιρίζουν(ε) | να σατιρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σατίρισα | θα σατιρίσω | να σατιρίσω | σατιρίσει | ||
| β' ενικ. | σατίρισες | θα σατιρίσεις | να σατιρίσεις | σατίρισε | ||
| γ' ενικ. | σατίρισε | θα σατιρίσει | να σατιρίσει | |||
| α' πληθ. | σατιρίσαμε | θα σατιρίσουμε | να σατιρίσουμε | |||
| β' πληθ. | σατιρίσατε | θα σατιρίσετε | να σατιρίσετε | σατιρίστε | ||
| γ' πληθ. | σατίρισαν σατιρίσαν(ε) |
θα σατιρίσουν(ε) | να σατιρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σατιρίσει | είχα σατιρίσει | θα έχω σατιρίσει | να έχω σατιρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σατιρίσει | είχες σατιρίσει | θα έχεις σατιρίσει | να έχεις σατιρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σατιρίσει | είχε σατιρίσει | θα έχει σατιρίσει | να έχει σατιρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σατιρίσει | είχαμε σατιρίσει | θα έχουμε σατιρίσει | να έχουμε σατιρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σατιρίσει | είχατε σατιρίσει | θα έχετε σατιρίσει | να έχετε σατιρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σατιρίσει | είχαν σατιρίσει | θα έχουν σατιρίσει | να έχουν σατιρίσει |
| |
Μεταφράσεις
σατιρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.