σατιρογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σατιρογράφος οι σατιρογράφοι
      γενική του/της σατιρογράφου των σατιρογράφων
    αιτιατική τον/τη σατιρογράφο τους/τις σατιρογράφους
     κλητική σατιρογράφε σατιρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σατιρογράφος < σάτιρα + -ο- + -γράφος

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.ti.ɾoˈɣɾa.fos/

Ουσιαστικό

σατιρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.