satura
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- satura < satur
Ουσιαστικό
satura (la) θηλυκό & satira-ae
- (λογοτεχνία) είδος της λατινικής pοίησης με ποικίλο (satur) αρχικά δραματικό και εν συνεχεία διδακτικό και συνήθως σατιρικό, σκωπτικό ή χλευαστικό περιεχόμενο. Πρωτογράφτηκε από τον Ρωμαίο ποιητή Έννιο και στη συνέχεια από τους Λουκίλιο, Οράτιο, Πέρσιο και Γιουβενάλη. Δεν έχει σχέση με το σατυρικό δράμα.
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | satura | saturae |
| γενική | saturae | saturārum |
| δοτική | saturae | saturīs |
| αιτιατική | saturam | saturās |
| κλητική | satura | saturae |
| αφαιρετική | saturā | saturīs |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.