ασατίριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασατίριστος | η | ασατίριστη | το | ασατίριστο |
| γενική | του | ασατίριστου | της | ασατίριστης | του | ασατίριστου |
| αιτιατική | τον | ασατίριστο | την | ασατίριστη | το | ασατίριστο |
| κλητική | ασατίριστε | ασατίριστη | ασατίριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασατίριστοι | οι | ασατίριστες | τα | ασατίριστα |
| γενική | των | ασατίριστων | των | ασατίριστων | των | ασατίριστων |
| αιτιατική | τους | ασατίριστους | τις | ασατίριστες | τα | ασατίριστα |
| κλητική | ασατίριστοι | ασατίριστες | ασατίριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ασατίριστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.