επιφανειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιφανειακός | η | επιφανειακή | το | επιφανειακό |
| γενική | του | επιφανειακού | της | επιφανειακής | του | επιφανειακού |
| αιτιατική | τον | επιφανειακό | την | επιφανειακή | το | επιφανειακό |
| κλητική | επιφανειακέ | επιφανειακή | επιφανειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιφανειακοί | οι | επιφανειακές | τα | επιφανειακά |
| γενική | των | επιφανειακών | των | επιφανειακών | των | επιφανειακών |
| αιτιατική | τους | επιφανειακούς | τις | επιφανειακές | τα | επιφανειακά |
| κλητική | επιφανειακοί | επιφανειακές | επιφανειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιφανειακός < επιφάνεια + -ακός < αρχαία ελληνική ἐπιφάνεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.fa.ni.aˈkos/
Επίθετο
επιφανειακός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με την επιφάνεια, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (μεταφορικά) πρόχειρος
Μεταφράσεις
επιφανειακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.