ρεαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρεαλιστικός | η | ρεαλιστική | το | ρεαλιστικό |
| γενική | του | ρεαλιστικού | της | ρεαλιστικής | του | ρεαλιστικού |
| αιτιατική | τον | ρεαλιστικό | τη | ρεαλιστική | το | ρεαλιστικό |
| κλητική | ρεαλιστικέ | ρεαλιστική | ρεαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρεαλιστικοί | οι | ρεαλιστικές | τα | ρεαλιστικά |
| γενική | των | ρεαλιστικών | των | ρεαλιστικών | των | ρεαλιστικών |
| αιτιατική | τους | ρεαλιστικούς | τις | ρεαλιστικές | τα | ρεαλιστικά |
| κλητική | ρεαλιστικοί | ρεαλιστικές | ρεαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρεαλιστικός < ρεαλιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réaliste)
Επίθετο
ρεαλιστικός
- που αποδίδει την πραγματικότητα ή βασίζεται σε αυτήν για να δημιουργήσει μία φανταστική αφήγηση
- ρεαλιστικό μυθιστόρημα
- που εδράζεται στην πραγματικότητα και θέτει εφικτούς στόχους
- αυτό το κόμμα διατείνεται ότι ακολουθεί μια ρεαλιστική πολιτική
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.