ρεαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεαλιστικός η ρεαλιστική το ρεαλιστικό
      γενική του ρεαλιστικού της ρεαλιστικής του ρεαλιστικού
    αιτιατική τον ρεαλιστικό τη ρεαλιστική το ρεαλιστικό
     κλητική ρεαλιστικέ ρεαλιστική ρεαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεαλιστικοί οι ρεαλιστικές τα ρεαλιστικά
      γενική των ρεαλιστικών των ρεαλιστικών των ρεαλιστικών
    αιτιατική τους ρεαλιστικούς τις ρεαλιστικές τα ρεαλιστικά
     κλητική ρεαλιστικοί ρεαλιστικές ρεαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρεαλιστικός < ρεαλιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réaliste)

Επίθετο

ρεαλιστικός

  1. που αποδίδει την πραγματικότητα ή βασίζεται σε αυτήν για να δημιουργήσει μία φανταστική αφήγηση
    ρεαλιστικό μυθιστόρημα
  2. που εδράζεται στην πραγματικότητα και θέτει εφικτούς στόχους
    αυτό το κόμμα διατείνεται ότι ακολουθεί μια ρεαλιστική πολιτική

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.