πραγματοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πραγματοκρατικός | η | πραγματοκρατική | το | πραγματοκρατικό |
| γενική | του | πραγματοκρατικού | της | πραγματοκρατικής | του | πραγματοκρατικού |
| αιτιατική | τον | πραγματοκρατικό | την | πραγματοκρατική | το | πραγματοκρατικό |
| κλητική | πραγματοκρατικέ | πραγματοκρατική | πραγματοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πραγματοκρατικοί | οι | πραγματοκρατικές | τα | πραγματοκρατικά |
| γενική | των | πραγματοκρατικών | των | πραγματοκρατικών | των | πραγματοκρατικών |
| αιτιατική | τους | πραγματοκρατικούς | τις | πραγματοκρατικές | τα | πραγματοκρατικά |
| κλητική | πραγματοκρατικοί | πραγματοκρατικές | πραγματοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πραγματοκρατικός < πραγματοκρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réaliste)
Συγγενικά
- πραγματοκρατία
- → δείτε τις λέξεις πράγμα, κρατώ και κράτος
Μεταφράσεις
πραγματοκρατικός
|
Πηγές
- πραγματοκρατικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.