ραψωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραψωδία οι ραψωδίες
      γενική της ραψωδίας των ραψωδιών
    αιτιατική τη ραψωδία τις ραψωδίες
     κλητική ραψωδία ραψωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραψωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥαψῳδία

Ουσιαστικό

ραψωδία θηλυκό

  1. (φιλολογία) ενότητες, μορφές κεφαλαίου, στα ομηρικά έπη όπως χωρίστηκαν από τους γραμματικούς της ελληνιστικής περιόδου
    Για την Ιλιάδα, σημειώνουμε τις 24 ραψωδίες με κεφαλαία γράμματα. Για την Οδύσσεια, σημειώνουμε τις 24 ραψωδίες με μικρά, πεζά γράμματα.
  2. (ιστορία, στην αρχαία Ελλάδα) έπος, επικό ποίημα που απήγγελλε ο ραψωδός
  3. (μουσική μορφολογία) είδος, φόρμα σύνθεσης της κλασικής, λόγιας μουσικής, κυρίως της ρομαντικής περιόδου με ελεύθερο χαρακτήρα που εκφράζει έντονα συναισθήματα
    Γνωστές ραψωδίες είναι οι «Ουγγρικές Ραψωδίες» του Φραντς Λιστ για πιάνο. Τις μετέγραψε και για ορχήστρα. Ο Μπραμς που ήταν γερμανός, έγραψε «Ουγγρικούς Χορούς», έργο για τέσσερα χέρια στο πιάνο.
     δείτε  ραψωδία (μουσική) στη Βικιπαίδεια
  4. (ως τίτλος ποιήματος, μουσικού έργου) με κεφαλαίο: «Ραψωδία»

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.