ραπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ραπ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική rap < μέση αγγλική rap / rappe < πρωτογερμανική *hrappa (γρήγορος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *krb(ʰ)-

Ουσιαστικό

ραπ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.