ρομαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρομαντικός η ρομαντική το ρομαντικό
      γενική του ρομαντικού της ρομαντικής του ρομαντικού
    αιτιατική τον ρομαντικό τη ρομαντική το ρομαντικό
     κλητική ρομαντικέ ρομαντική ρομαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομαντικοί οι ρομαντικές τα ρομαντικά
      γενική των ρομαντικών των ρομαντικών των ρομαντικών
    αιτιατική τους ρομαντικούς τις ρομαντικές τα ρομαντικά
     κλητική ρομαντικοί ρομαντικές ρομαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρομαντικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική romantique < αγγλική romantic < υστερολατινική romanticus < λατινική romanus (Ρωμαίος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.man.diˈkos/

Επίθετο

ρομαντικός, -ή, -ό

  1. (τέχνη) που ακολουθεί τη τεχνοτροπία του ρομαντισμού
  2. συναισθηματικός, ερωτικός
  3. ιδεαλιστής, όχι προσγειωμένος
      Δεν αποκλείεται, φυσικά, να 'μαι και ρομαντικός, να θέλω εγώ να τα βλέπω έτσι. (Μάριος Ποντίκας, Η δραπέτευση τροφίμου γηροκομείου)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.