ρομαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρομαντικός | η | ρομαντική | το | ρομαντικό |
| γενική | του | ρομαντικού | της | ρομαντικής | του | ρομαντικού |
| αιτιατική | τον | ρομαντικό | τη | ρομαντική | το | ρομαντικό |
| κλητική | ρομαντικέ | ρομαντική | ρομαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρομαντικοί | οι | ρομαντικές | τα | ρομαντικά |
| γενική | των | ρομαντικών | των | ρομαντικών | των | ρομαντικών |
| αιτιατική | τους | ρομαντικούς | τις | ρομαντικές | τα | ρομαντικά |
| κλητική | ρομαντικοί | ρομαντικές | ρομαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρομαντικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική romantique < αγγλική romantic < υστερολατινική romanticus < λατινική romanus (Ρωμαίος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾo.man.diˈkos/
Επίθετο
ρομαντικός, -ή, -ό
- (τέχνη) που ακολουθεί τη τεχνοτροπία του ρομαντισμού
- συναισθηματικός, ερωτικός
- ιδεαλιστής, όχι προσγειωμένος
- ※ Δεν αποκλείεται, φυσικά, να 'μαι και ρομαντικός, να θέλω εγώ να τα βλέπω έτσι. (Μάριος Ποντίκας, Η δραπέτευση τροφίμου γηροκομείου)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρομαντισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.