rap
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ɹæp
/
ⓘ
ομόηχο
:
wrap
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
rap
raps
rap
(en)
χτύπημα
με κάτι σκληρό
(
μη
μετρήσιμο
)
το
φταίξιμο
, η
ευθύνη
για κάτι
έκφραση:
take the rap
he took the
rap
- πήρε πάνω του το φταίξιμο (ενώ δεν έφταιγε)
(
μουσική
)
το
ραπ
Ρήμα
ενεστώτας
rap
γ΄
ενικό
ενεστώτα
raps
αόριστος
rapped
παθητική μετοχή
rapped
ενεργητική
μετοχή
rapping
rap
(en)
χτυπώ
I heard someone
rapping
on the door
συλλαμβάνω ή φυλακίζω ή καταδικάζω
χτυπώ (κριτικάρω)
απαγγέλλω ρυθμικά στο ρυθμό της μουσικής ραπ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.