ραψωδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραψωδός | οι | ραψωδοί |
| γενική | του | ραψωδού | των | ραψωδών |
| αιτιατική | τον | ραψωδό | τους | ραψωδούς |
| κλητική | ραψωδέ | ραψωδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραψωδός < αρχαία ελληνική ῥαψῳδός < ῥάπτω +ᾠδή
Ουσιαστικό
ραψωδός αρσενικό και θηλυκό
- συνθέτης ωδών, ποιημάτων ή ύμνων
- ※ Στα γλέντια τους οι Ουκρανοί, στις οικογενειακές τους συγκεντρώσεις τραγουδούν τα τραγούδια του αθάνατου ραψωδού και δονούνται από τα συγκινημένα προφητικά του λόγια. (Έλλη Αλεξίου (1964) Ταράς Σεβτσένκο [δοκίμιο])
- (ειδικότερα) στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που κατ' επάγγελμα απήγγελλε επικά ποιήματα, δικά του ή άλλων, σε αντίθεση με τον αοιδό ο οποίος συνέθετε και έψαλλε ωδές με τη συνοδεία φόρμιγγας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.