ρακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρακή οι ρακές
      γενική της ρακής των ρακών
    αιτιατική τη ρακή τις ρακές
     κλητική ρακή ρακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρακή < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική راقی (rakı) (τουρκική rakı)[1] < αραβική عِرْقِيّ (ʿirqiyy, από χυμό, γλυκός χυμός από χουρμάδες ή από απόσταξη σιτηρών) < عَرِقَ (ʿariqa, ιδρώνω)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρακή
ομόηχο: ρακί

Ουσιαστικό

ρακή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ρακή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ρακή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.