τσικουδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσικουδιά | οι | τσικουδιές |
| γενική | της | τσικουδιάς | των | τσικουδιών |
| αιτιατική | την | τσικουδιά | τις | τσικουδιές |
| κλητική | τσικουδιά | τσικουδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσικουδιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσίκουδο
Ουσιαστικό
τσικουδιά θηλυκό
- (ποτό) παραδοσιακό κρητικό οινοπνευματώδες ποτό (ρακή στεμφύλων σταφυλής), παρόμοιο με το τσίπουρο
- (φυτό) το φυτό τερέβινθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.