τσικουδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσικουδιά οι τσικουδιές
      γενική της τσικουδιάς των τσικουδιών
    αιτιατική την τσικουδιά τις τσικουδιές
     κλητική τσικουδιά τσικουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσικουδιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσίκουδο

Ουσιαστικό

τσικουδιά θηλυκό

  1. (ποτό) παραδοσιακό κρητικό οινοπνευματώδες ποτό (ρακή στεμφύλων σταφυλής), παρόμοιο με το τσίπουρο
    υπερώνυμο: ρακή
  2. (φυτό) το φυτό τερέβινθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.