ρέγκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρέγκα οι ρέγκες
      γενική της ρέγκας των ρεγκών
    αιτιατική τη ρέγκα τις ρέγκες
     κλητική ρέγκα ρέγκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρέγγα Ατλαντικού
Ένα κοπάδι ρέγκες

Ετυμολογία

ρέγκα < (άμεσο δάνειο) βενετική renga < μεσαιωνική λατινική haringus < φραγκική *hāring < πρωτογερμανική *hēringaz

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈreŋ.ɟa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέγκα

Ουσιαστικό

ρέγκα θηλυκό

  1. (ψάρι) θαλασσινό ψάρι που συνήθως συναντιέται σε πελώρια κοπάδια
  2. (μεταφορικά) αδύνατος άνθρωπος και ίσως δύσμορφος (συνήθως για γυναίκα)

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.