σκουράντζος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκουράντζος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκουράντζος αρσενικό

  1. η ρέγκα
  2. ο αδύνατος άνθρωπος
      Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου οι μπακάληδες, αφοί Λαγκούση στα Ταμπάχανα, ο Λώλος- παχουλός σαν καλοφουσκωμένο καρβέλι ψωμί- κι ο Μαρίνος- αδύνατος σα σκουράντζος-, γεροντοπαλίκαρα μέχρι το θάνατο τους (Αχαιών γεύσεις, Σοφία Π. Χριστοπούλου, Εκδόσεις Παλαιών Πατρών, 2006, σελ. 13 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.