φανατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φανατίζω < (άμεσο δάνειο) γαλλική fanatiser < λατινική fanaticus < fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-
Ρήμα
φανατίζω (παθητική φωνή: φανατίζομαι)
- ωθώ κάποιον στο φανατισμό, τον εξωθώ να ενεργήσει παθιασμένα, εκτός λογικής
- φανατίζουν το λαό, τους οπαδούς
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φανατισμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φανατίζω | φανάτιζα | θα φανατίζω | να φανατίζω | φανατίζοντας | |
| β' ενικ. | φανατίζεις | φανάτιζες | θα φανατίζεις | να φανατίζεις | φανάτιζε | |
| γ' ενικ. | φανατίζει | φανάτιζε | θα φανατίζει | να φανατίζει | ||
| α' πληθ. | φανατίζουμε | φανατίζαμε | θα φανατίζουμε | να φανατίζουμε | ||
| β' πληθ. | φανατίζετε | φανατίζατε | θα φανατίζετε | να φανατίζετε | φανατίζετε | |
| γ' πληθ. | φανατίζουν(ε) | φανάτιζαν φανατίζαν(ε) |
θα φανατίζουν(ε) | να φανατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φανάτισα | θα φανατίσω | να φανατίσω | φανατίσει | ||
| β' ενικ. | φανάτισες | θα φανατίσεις | να φανατίσεις | φανάτισε | ||
| γ' ενικ. | φανάτισε | θα φανατίσει | να φανατίσει | |||
| α' πληθ. | φανατίσαμε | θα φανατίσουμε | να φανατίσουμε | |||
| β' πληθ. | φανατίσατε | θα φανατίσετε | να φανατίσετε | φανατίστε | ||
| γ' πληθ. | φανάτισαν φανατίσαν(ε) |
θα φανατίσουν(ε) | να φανατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φανατίσει | είχα φανατίσει | θα έχω φανατίσει | να έχω φανατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φανατίσει | είχες φανατίσει | θα έχεις φανατίσει | να έχεις φανατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φανατίσει | είχε φανατίσει | θα έχει φανατίσει | να έχει φανατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φανατίσει | είχαμε φανατίσει | θα έχουμε φανατίσει | να έχουμε φανατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φανατίσει | είχατε φανατίσει | θα έχετε φανατίσει | να έχετε φανατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φανατίσει | είχαν φανατίσει | θα έχουν φανατίσει | να έχουν φανατίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.