ενθουσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενθουσιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνθουσιάζω < ἔνθους < ἔνθεος < ἐν + θεός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.θu.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐θου‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα
ενθουσιάζω, αόρ.: ενθουσίασα, παθ.φωνή: ενθουσιάζομαι, π.αόρ.: ενθουσιάστηκα, μτχ.π.π.: ενθουσιασμένος
Συγγενικά
- ενθουσίαση
- ενθουσιασμένος
- ενθουσιασμός
- ενθουσιαστής
- ενθουσιαστικός
- ενθουσιάστρια
- ενθουσιώδης
- ενθουσιωδώς
- ενθουσιών
- κατενθουσιασμένος
- κατενθουσιάζω
- → και δείτε τις λέξεις ένθεος, εν και θεός
Κλίση
- Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενθουσιάζομαι | ενθουσιαζόμουν(α) | θα ενθουσιάζομαι | να ενθουσιάζομαι | ||
| β' ενικ. | ενθουσιάζεσαι | ενθουσιαζόσουν(α) | θα ενθουσιάζεσαι | να ενθουσιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ενθουσιάζεται | ενθουσιαζόταν(ε) | θα ενθουσιάζεται | να ενθουσιάζεται | ||
| α' πληθ. | ενθουσιαζόμαστε | ενθουσιαζόμαστε ενθουσιαζόμασταν |
θα ενθουσιαζόμαστε | να ενθουσιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ενθουσιάζεστε | ενθουσιαζόσαστε ενθουσιαζόσασταν |
θα ενθουσιάζεστε | να ενθουσιάζεστε | (ενθουσιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ενθουσιάζονται | ενθουσιάζονταν ενθουσιαζόντουσαν |
θα ενθουσιάζονται | να ενθουσιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενθουσιάστηκα | θα ενθουσιαστώ | να ενθουσιαστώ | ενθουσιαστεί | ||
| β' ενικ. | ενθουσιάστηκες | θα ενθουσιαστείς | να ενθουσιαστείς | ενθουσιάσου | ||
| γ' ενικ. | ενθουσιάστηκε | θα ενθουσιαστεί | να ενθουσιαστεί | |||
| α' πληθ. | ενθουσιαστήκαμε | θα ενθουσιαστούμε | να ενθουσιαστούμε | |||
| β' πληθ. | ενθουσιαστήκατε | θα ενθουσιαστείτε | να ενθουσιαστείτε | ενθουσιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ενθουσιάστηκαν ενθουσιαστήκαν(ε) |
θα ενθουσιαστούν(ε) | να ενθουσιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενθουσιαστεί | είχα ενθουσιαστεί | θα έχω ενθουσιαστεί | να έχω ενθουσιαστεί | ενθουσιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενθουσιαστεί | είχες ενθουσιαστεί | θα έχεις ενθουσιαστεί | να έχεις ενθουσιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενθουσιαστεί | είχε ενθουσιαστεί | θα έχει ενθουσιαστεί | να έχει ενθουσιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενθουσιαστεί | είχαμε ενθουσιαστεί | θα έχουμε ενθουσιαστεί | να έχουμε ενθουσιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενθουσιαστεί | είχατε ενθουσιαστεί | θα έχετε ενθουσιαστεί | να έχετε ενθουσιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενθουσιαστεί | είχαν ενθουσιαστεί | θα έχουν ενθουσιαστεί | να έχουν ενθουσιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ενθουσιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ενθουσιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ενθουσιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ενθουσιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ενθουσιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ενθουσιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ενθουσιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ενθουσιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ενθουσιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.