ενθουσιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενθουσιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνθουσιάζω < ἔνθους < ἔνθεος < ἐν + θεός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s

Προφορά

ΔΦΑ : /en.θu.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενθουσιάζω

Ρήμα

ενθουσιάζω, αόρ.: ενθουσίασα, παθ.φωνή: ενθουσιάζομαι, π.αόρ.: ενθουσιάστηκα, μτχ.π.π.: ενθουσιασμένος

Συγγενικά

Κλίση

  • Ενεργητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.