ξενερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξενερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενερώνω < ξε- + νερώνω
Ρήμα
ξενερώνω
- συνέρχομαι από μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, επανέρχομαι σε νηφάλια κατάσταση
- (μεταφορικά) χάνω κάθε διάθεση ευθυμίας ή ευχαρίστησης λόγω κάποιου ξαφνικού γεγονότος
- μεταστρέφω θετική γνώμη συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
- ξαφνικά άρχισε να ρεύεται και ξενέρωσα τελείως!
- μεταστρέφω θετική γνώμη συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.