απόπτυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόπτυση | οι | αποπτύσεις |
| γενική | της | απόπτυσης* | των | αποπτύσεων |
| αιτιατική | την | απόπτυση | τις | αποπτύσεις |
| κλητική | απόπτυση | αποπτύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποπτύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόπτυση < (καθαρεύουσα) ἀπόπτυσις < αποπτύω + -σις > -ση < αρχαία ελληνική ἀποπτύω < ἀπό + πτύω
Μεταφράσεις
απόπτυση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.