εμπτυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπτυσμός οι εμπτυσμοί
      γενική του εμπτυσμού των εμπτυσμών
    αιτιατική τον εμπτυσμό τους εμπτυσμούς
     κλητική εμπτυσμέ εμπτυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπτυσμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐμπτυσμός < αρχαία ελληνική ἐμπτυσμός < ἐμπτύω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /em.ptiˈzmos/ & /em.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπτυσμός

Ουσιαστικό

εμπτυσμός αρσενικό

  1. (λόγιο) φτύσιμο ως ένδειξη περιφρόνησης, αηδίας, έντονης αποστροφής
  2. (κατ’ επέκταση) δημόσιος εξευτελισμός

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.