αποχρέμπτομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποχρέμπτομαι < από και αρχαία ελληνική χρέμπτομαι

Ρήμα

αποχρέμπτομαι ρ. αποθετικό, ομόρ. του χρεμετίζω

αποπτύω φλέγμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.