πτύον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πτῠο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | πτύον | τὰ | πτύᾰ | |
| γενική | τοῦ | πτύου & πτυόφιν (επικός) |
τῶν | πτύων | |
| δοτική | τῷ | πτύῳ | τοῖς | πτύοις | |
| αιτιατική | τὸ | πτύον | τὰ | πτύᾰ | |
| κλητική ὦ! | πτύον | πτύᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτύω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτύοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πτύον ουδέτερο
- (εργαλείο) φτυάρι για λίχνισμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 588 (588-590)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- Και ως από φτυάρι διάπλατο, σ᾽ ένα μεγάλο αλώνι, | τα μελαψά κουκιά σκιρτούν ή τα ρεβύθια πέρα, | καθώς αέρας τα φυσά και ο λιχνιστής τα παίζει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- ≈ συνώνυμα: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 588 (588-590)
- αττικός τύπος : πτέον
Αναφορές
- «φτυάρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πτύον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτύον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.