περίπτυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίπτυστος | η | περίπτυστη | το | περίπτυστο |
| γενική | του | περίπτυστου | της | περίπτυστης | του | περίπτυστου |
| αιτιατική | τον | περίπτυστο | την | περίπτυστη | το | περίπτυστο |
| κλητική | περίπτυστε | περίπτυστη | περίπτυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίπτυστοι | οι | περίπτυστες | τα | περίπτυστα |
| γενική | των | περίπτυστων | των | περίπτυστων | των | περίπτυστων |
| αιτιατική | τους | περίπτυστους | τις | περίπτυστες | τα | περίπτυστα |
| κλητική | περίπτυστοι | περίπτυστες | περίπτυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίπτυστος < περιπτύω (περί- + πτύω)[1] πτυσ- -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐πτυ‐στος
Μεταφράσεις
περίπτυστος
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.