πτυχίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτυχίο τα πτυχία
      γενική του πτυχίου των πτυχίων
    αιτιατική το πτυχίο τα πτυχία
     κλητική πτυχίο πτυχία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτυχίο < ελληνιστική κοινή πτυχίον < αρχαία ελληνική πτῠχη / πτύξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική diplôme[1] [2])

Ουσιαστικό

πτυχίο ουδέτερο

  • το δίπλωμα, πιστοποιητικό σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το έγγραφο που δείχνει ότι κάποιος έχει τα τυπικά προσόντα να ασκήσει ένα επάγγελμα.
      Φανταστείτε λοιπόν, στη χρυσή εποχή του Τρίτου Προγράμματος επί Μάνου Χατζιδάκι, να έχανε ξαφνικά τη θέση του από τη διεύθυνση του Τρίτου, γιατί δεν έχει πτυχίο Πανεπιστημίου! (…) Στην εποχή μας ο καθένας μπορεί να πάρει πτυχίο Πανεπιστημίου ακόμα και σε μεγάλη ηλικία μέσω του Ανοιχτού Πανεπιστημίου ή και με άλλους τρόπους. (www.efsyn.gr, 24.11.2023)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πτυχίο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πτυχίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.