πτυχιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυχιακός η πτυχιακή το πτυχιακό
      γενική του πτυχιακού της πτυχιακής του πτυχιακού
    αιτιατική τον πτυχιακό την πτυχιακή το πτυχιακό
     κλητική πτυχιακέ πτυχιακή πτυχιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυχιακοί οι πτυχιακές τα πτυχιακά
      γενική των πτυχιακών των πτυχιακών των πτυχιακών
    αιτιατική τους πτυχιακούς τις πτυχιακές τα πτυχιακά
     κλητική πτυχιακοί πτυχιακές πτυχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πτυχιακός < πτυχίο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Diplom-[1])

Επίθετο

πτυχιακός -ή -ό

  1. που έχει σχέση με το πτυχίο ή το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες για την απόκτησή του ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακά
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.