πτυχιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πτυχιακός | η | πτυχιακή | το | πτυχιακό |
| γενική | του | πτυχιακού | της | πτυχιακής | του | πτυχιακού |
| αιτιατική | τον | πτυχιακό | την | πτυχιακή | το | πτυχιακό |
| κλητική | πτυχιακέ | πτυχιακή | πτυχιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πτυχιακοί | οι | πτυχιακές | τα | πτυχιακά |
| γενική | των | πτυχιακών | των | πτυχιακών | των | πτυχιακών |
| αιτιατική | τους | πτυχιακούς | τις | πτυχιακές | τα | πτυχιακά |
| κλητική | πτυχιακοί | πτυχιακές | πτυχιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πτυχιακός < πτυχίο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Diplom-[1])
Επίθετο
πτυχιακός -ή -ό
- που έχει σχέση με το πτυχίο ή το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες για την απόκτησή του ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακά
- (ουσιαστικοποιημένο) πτυχιακή
Συγγενικά
- μεταπτυχιακός
- προπτυχιακός
- πτυχιακά
- πτυχιακή
- → δείτε τη λέξη πτυχίο
Μεταφράσεις
- πτυχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.