προπτυχιακός
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.pti.çi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πτυ‐χι‐α‐κός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προπτυχιακός | η | προπτυχιακή | το | προπτυχιακό |
| γενική | του | προπτυχιακού | της | προπτυχιακής | του | προπτυχιακού |
| αιτιατική | τον | προπτυχιακό | την | προπτυχιακή | το | προπτυχιακό |
| κλητική | προπτυχιακέ | προπτυχιακή | προπτυχιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προπτυχιακοί | οι | προπτυχιακές | τα | προπτυχιακά |
| γενική | των | προπτυχιακών | των | προπτυχιακών | των | προπτυχιακών |
| αιτιατική | τους | προπτυχιακούς | τις | προπτυχιακές | τα | προπτυχιακά |
| κλητική | προπτυχιακοί | προπτυχιακές | προπτυχιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
προπτυχιακός, -η, -ο
- (εκπαίδευση) που σχετίζεται με σπουδές πριν τη λήψη πτυχίου
- ※ Δύο κύκλους σπουδών, από τους οποίους ο ένας θα είναι προπτυχιακός με τουλάχιστον τριετή διάρκεια και ο δεύτερος μεταπτυχιακός με διετή διάρκεια, και συνολική αναδιάρθρωση των σπουδών στα πανεπιστήμια κατά τις επιταγές της Διακήρυξης της Μπολόνιας προωθεί άμεσα η κυβέρνηση.
- Μάρνυ Παπαματθαίου, «Casus belli» τα τρία συν δύο έτη σπουδών, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Δύο κύκλους σπουδών, από τους οποίους ο ένας θα είναι προπτυχιακός με τουλάχιστον τριετή διάρκεια και ο δεύτερος μεταπτυχιακός με διετή διάρκεια, και συνολική αναδιάρθρωση των σπουδών στα πανεπιστήμια κατά τις επιταγές της Διακήρυξης της Μπολόνιας προωθεί άμεσα η κυβέρνηση.
- (εκπαίδευση) ο σχετικός με τις σπουδές αυτές
- ↪προπτυχιακός φοιτητής
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προπτυχιακός | οι | προπτυχιακοί |
| γενική | του | προπτυχιακού | των | προπτυχιακών |
| αιτιατική | τον | προπτυχιακό | τους | προπτυχιακούς |
| κλητική | προπτυχιακέ | προπτυχιακοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
προπτυχιακός αρσενικό
- (εκπαίδευση) άτομο που πραγματοποιεί προπτυχιακές σπουδές
- ↪οι προπτυχιακοί και οι απόφοιτοι διεκδικούν την αναγνώριση του πτυχίου τους
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πτυχίο
Αναφορές
- προπτυχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.