προσκάλεσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσκάλεσμα | τα | προσκαλέσματα |
| γενική | του | προσκαλέσματος | των | προσκαλεσμάτων |
| αιτιατική | το | προσκάλεσμα | τα | προσκαλέσματα |
| κλητική | προσκάλεσμα | προσκαλέσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
προσκάλεσμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.