προθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προθυμία οι προθυμίες
      γενική της προθυμίας των προθυμιών
    αιτιατική την προθυμία τις προθυμίες
     κλητική προθυμία προθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθυμία < αρχαία ελληνική προθυμία < πρό + θυμός

Ουσιαστικό

προθυμία θηλυκό

  • η ιδιότητα του πρόθυμου, το να είσαι πάντα σε ετοιμότητα και να προσφέρεσαι ευχαρίστως να κάνεις όποια δουλειά κι αν σου αναθέτουν

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προθυμί αἱ προθυμίαι
      γενική τῆς προθυμίᾱς τῶν προθυμιῶν
      δοτική τῇ προθυμί ταῖς προθυμίαις
    αιτιατική τὴν προθυμίᾱν τὰς προθυμίᾱς
     κλητική ! προθυμί προθυμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προθυμί
γεν-δοτ τοῖν  προθυμίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθυμία < πρό + θυμός

Ουσιαστικό

προθυμία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.