προοίμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προοίμιο | τα | προοίμια |
| γενική | του | προοίμιου & προοιμίου |
των | προοίμιων & προοιμίων |
| αιτιατική | το | προοίμιο | τα | προοίμια |
| κλητική | προοίμιο | προοίμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προοίμιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προοίμιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈi.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐οί‐μι‐ο
Ουσιαστικό
προοίμιο ουδέτερο
- η εισαγωγή, ο πρόλογος, πχ σε ένα ποιητικό έργο
- ↪ το προοίμιο της Ιλιάδας
- (γενικότερα) η απαρχή μιας ευρύτερης ακολουθίας που προαναγγέλλει τα επόμενα
- ↪ προοίμιο μανίας
Εκφράσεις
Πηγές
- προοίμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προοίμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.