προτίθημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προτίθημι < πρό + τίθημι

Ρήμα

προτίθημι

  1. τοποθετώ μπροστά, θέτω κάτι ενώπιον άλλων, το προβάλλω, το παρουσιάζω, το προτείνω, το προτιμώ, το προτάσσω, επιβάλλω να προταχθεί, εκθέτω κάτι προς πώληση, προβάλλω κάτι ως υπεκφυγή ή πρόφαση
  2. ρίπτω μπροστά, πετάω κάτι
  3. ορίζω ως βραβείο, ορίζω ποινή
  4. εκθέτω νεκρό προς ταφή
  5. (στη μέση φωνή) προτίθεμαι: θέτω κάτι ενώπιόν μου, το προβάλλω, το θέτω ως προτεραιότητα (όπως και το ενεργητικό)
  6. (στη μέση φωνή) συγκαλώ συμβούλιο.
  7. προτείνω τον εαυτό μου, προβάλλομαι, μου επιτρέπω κάτι [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:εδώ είχε γραφτεί από τον πρώτο συντάκτη ότι είναι παθητικής διάθεσης, αλλά οι ορισμοί αντιστοιχούν σε μέση)]]

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.