προπύλαια
Νέα ελληνικά (el)

Σχέδιο του 19ου αιώνα που αναπαριστά τα Προπύλαια όπως εικάζεται ότι ήταν αρχικά
Ετυμολογία
- προπύλαια < αρχαία ελληνική προπύλαια
Ουσιαστικό
προπύλαια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος μπροστά από την επίσημη, κεντρική είσοδο των αρχαίων ναών
- ο χώρος μπροστά από σύγχρονα κτίρια που έχουν αρχαιοπρεπή αρχιτεκτονική και κάποια ιερότητα ή φιλοξενούν δραστηριότητες που εμπνέουν σεβασμό
- τα προπύλαια του Πανεπιστημίου, της Ακρόπολης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.