προπύλαια

Νέα ελληνικά (el)

Σχέδιο του 19ου αιώνα που αναπαριστά τα Προπύλαια όπως εικάζεται ότι ήταν αρχικά

Ετυμολογία

προπύλαια < αρχαία ελληνική προπύλαια

Ουσιαστικό

προπύλαια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος μπροστά από την επίσημη, κεντρική είσοδο των αρχαίων ναών
  2. ο χώρος μπροστά από σύγχρονα κτίρια που έχουν αρχαιοπρεπή αρχιτεκτονική και κάποια ιερότητα ή φιλοξενούν δραστηριότητες που εμπνέουν σεβασμό
    τα προπύλαια του Πανεπιστημίου, της Ακρόπολης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τα προπύλαια < από το επίθετο προπύλαιος,η,ον < πρό της πύλης

Ουσιαστικό

τα προπύλαια και το προπύλαιον

  • η είσοδος των ναών και των θεάτρων
    ἀνέθηκαν τέθριππον.. ἕστηκε πρῶτον ἐσιόντι ἐς τὰ προπύλαια
    ἐπεὶ δὲ παρὰ τὸ προπύλαιον τοῦ Διονύσου ἦν
    τῷ μὲν ἐν Μέμφει θεῷ τὸ πρὸς ἕω προπύλαιον κατεσκεύασε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.