εικάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εικάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰκάζω. Δείτε και το ομόρριζο: εικόνα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈka.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κά‐ζω
Ρήμα
εικάζω, αόρ.: είκασα, παθ.φωνή: εικάζεται3α πρόσωπα (ελλειπτικό ρήμα)
- υποθέτω και συμπεραίνω κάτι χωρίς βεβαιότητα με βάση ελλιπή στοιχεία
- ↪ Εικάζω ότι θα καταδικασθεί
- ※ Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει, (Κ. Καβάφης) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
θέμα με εικαζ-, εικασ-
- ανείκαστος
- αξείκαστος
- απεικάζω, απεικάζομαι
- απεικασία
- απεικασμένος
- απεικασμός
- απεικαστάρι
- απεικαστικά (επίρρημα)
- απεικαστικός
- απείκαστος
- επεικάζω
- επείκασμα
- εικασία
- εικαστικά (επίρρημα)
- εικαστικός
- εικαστικώς (επίρρημα)
- εικοτολογία
- εικοτολογώ
- προεικάζω, προεικάζομαι
- προεικασία
- συνεικάζω
- φωτοεικαστικός
→ και δείτε τη λέξη εικόνα για θέματα με εικον-
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εικάζω | είκαζα | θα εικάζω | να εικάζω | εικάζοντας | |
| β' ενικ. | εικάζεις | είκαζες | θα εικάζεις | να εικάζεις | είκαζε | |
| γ' ενικ. | εικάζει | είκαζε | θα εικάζει | να εικάζει | ||
| α' πληθ. | εικάζουμε | εικάζαμε | θα εικάζουμε | να εικάζουμε | ||
| β' πληθ. | εικάζετε | εικάζατε | θα εικάζετε | να εικάζετε | εικάζετε | |
| γ' πληθ. | εικάζουν(ε) | είκαζαν εικάζαν(ε) |
θα εικάζουν(ε) | να εικάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | είκασα | θα εικάσω | να εικάσω | εικάσει | ||
| β' ενικ. | είκασες | θα εικάσεις | να εικάσεις | είκασε | ||
| γ' ενικ. | είκασε | θα εικάσει | να εικάσει | |||
| α' πληθ. | εικάσαμε | θα εικάσουμε | να εικάσουμε | |||
| β' πληθ. | εικάσατε | θα εικάσετε | να εικάσετε | εικάστε | ||
| γ' πληθ. | είκασαν εικάσαν(ε) |
θα εικάσουν(ε) | να εικάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εικάσει | είχα εικάσει | θα έχω εικάσει | να έχω εικάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εικάσει | είχες εικάσει | θα έχεις εικάσει | να έχεις εικάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εικάσει | είχε εικάσει | θα έχει εικάσει | να έχει εικάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εικάσει | είχαμε εικάσει | θα έχουμε εικάσει | να έχουμε εικάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εικάσει | είχατε εικάσει | θα έχετε εικάσει | να έχετε εικάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εικάσει | είχαν εικάσει | θα έχουν εικάσει | να έχουν εικάσει |
| |
Παθητική φωνή: 3α πρόσωπα, απρόσωπο: → δείτε τη λέξη εικάζεται
Μεταφράσεις
Πηγές
- εικάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.