προγράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προγράφω < αρχαία ελληνική προγράφω ((σημασιολογικό δάνειο) (λατινικά) proscribo)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προγράφω | προέγραφα | θα προγράφω | να προγράφω | προγράφοντας | |
| β' ενικ. | προγράφεις | προέγραφες | θα προγράφεις | να προγράφεις | πρόγραφε | |
| γ' ενικ. | προγράφει | προέγραφε | θα προγράφει | να προγράφει | ||
| α' πληθ. | προγράφουμε | προγράφαμε | θα προγράφουμε | να προγράφουμε | ||
| β' πληθ. | προγράφετε | προγράφατε | θα προγράφετε | να προγράφετε | προγράφετε | |
| γ' πληθ. | προγράφουν(ε) | προέγραφαν προγράφαν(ε) |
θα προγράφουν(ε) | να προγράφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προέγραψα | θα προγράψω | να προγράψω | προγράψει | ||
| β' ενικ. | προέγραψες | θα προγράψεις | να προγράψεις | πρόγραψε | ||
| γ' ενικ. | προέγραψε | θα προγράψει | να προγράψει | |||
| α' πληθ. | προγράψαμε | θα προγράψουμε | να προγράψουμε | |||
| β' πληθ. | προγράψατε | θα προγράψετε | να προγράψετε | προγράψτε | ||
| γ' πληθ. | προέγραψαν προγράψαν(ε) |
θα προγράψουν(ε) | να προγράψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προγράψει | είχα προγράψει | θα έχω προγράψει | να έχω προγράψει | ||
| β' ενικ. | έχεις προγράψει | είχες προγράψει | θα έχεις προγράψει | να έχεις προγράψει | έχε προγραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει προγράψει | είχε προγράψει | θα έχει προγράψει | να έχει προγράψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προγράψει | είχαμε προγράψει | θα έχουμε προγράψει | να έχουμε προγράψει | ||
| β' πληθ. | έχετε προγράψει | είχατε προγράψει | θα έχετε προγράψει | να έχετε προγράψει | έχετε προγραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν προγράψει | είχαν προγράψει | θα έχουν προγράψει | να έχουν προγράψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προγραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προγραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προγραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προγραμμένο | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προγράφω
- γράφω προηγουμένως ή πιο πάνω
- γνωστοποιώ δημόσια
- καταδικάζω φυγόδικο σε θάνατο και δημεύω την περιουσία του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.