υπερασπιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερασπιστικός | η | υπερασπιστική | το | υπερασπιστικό |
| γενική | του | υπερασπιστικού | της | υπερασπιστικής | του | υπερασπιστικού |
| αιτιατική | τον | υπερασπιστικό | την | υπερασπιστική | το | υπερασπιστικό |
| κλητική | υπερασπιστικέ | υπερασπιστική | υπερασπιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερασπιστικοί | οι | υπερασπιστικές | τα | υπερασπιστικά |
| γενική | των | υπερασπιστικών | των | υπερασπιστικών | των | υπερασπιστικών |
| αιτιατική | τους | υπερασπιστικούς | τις | υπερασπιστικές | τα | υπερασπιστικά |
| κλητική | υπερασπιστικοί | υπερασπιστικές | υπερασπιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερασπιστικός < υπερασπίζω + -τικός
Επίθετο
υπερασπιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την υπεράσπιση ή αναφέρεται σ' αυτή
- Παρά την ανακατάταξη, με την προσθήκη γνωστών δικηγόρων, και τις αρχικές αποστάσεις, η υπερασπιστική γραμμή παραμένει κοινή και συνεχίζουν να αρνούνται ότι γνώριζαν την υπεξαίρεση... (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπερασπίζομαι και ασπίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.