σανσκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σανσκριτικός | η | σανσκριτική | το | σανσκριτικό |
| γενική | του | σανσκριτικού | της | σανσκριτικής | του | σανσκριτικού |
| αιτιατική | τον | σανσκριτικό | τη | σανσκριτική | το | σανσκριτικό |
| κλητική | σανσκριτικέ | σανσκριτική | σανσκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σανσκριτικοί | οι | σανσκριτικές | τα | σανσκριτικά |
| γενική | των | σανσκριτικών | των | σανσκριτικών | των | σανσκριτικών |
| αιτιατική | τους | σανσκριτικούς | τις | σανσκριτικές | τα | σανσκριτικά |
| κλητική | σανσκριτικοί | σανσκριτικές | σανσκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.